σεμνότυφος

σεμνότυφος
-η, -ο
αυτός που δείχνει ψεύτικη σεμνότητα: Σεμνότυφη γυναίκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σεμνότυφος — η, ο, Ν αυτός που επιδεικνύει προσποιητή σεμνότητα και σοβαρότητα, που προσποιείται ότι είναι σεμνός και σοβαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + τῦφος «αλαζονεία». Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ι. Δ. Βρατσάνο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”